Η Λαϊκή μουσική είναι βασικό μέρος της πολύτιμης και πλούσιας μουσικής μας παράδοσης και κληρονομιάς και του λαϊκού μας πολιτισμού. Η Ελλάδα έχει μια μακρά παράδοση στη μουσική, η οποία ανάγεται στα αρχαία χρόνια.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, στις δεκαετίες 1960, 1970 αλλά και αργότερα, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι καθιερώθηκαν τόσο στη συνείδηση του κόσμου, ώστε να συμπαρασυρθεί και η ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά τάξη.
Έτσι, τη δεκαετία του 1950 το μπουζούκι έπαψε, ιδιαίτερα για τη μεσαία τάξη, να είναι καταδικασμένο και μετατράπηκε σε μόδα. Με τον τρόπο αυτό άρχισε πλέον να διαμορφώνεται ένα νέο είδος, το λεγόμενο «λαϊκό τραγούδι».
Το λαϊκό τραγούδι γίνεται σταδιακά αποδεκτό και από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ανάλογα με τις προτιμήσεις του κοινού διαμορφώνονται επιμέρους ύφη, όπως
«βαρύ λαϊκό», «ελαφρολαϊκό κτλ». Στο λαικό και στο ελαφρό τραγούδι διακρίνουμε δυο τάσεις: Η μια έφερε εντονότερες επιρροές από το ελαφρό τραγούδι, ενσωμάτωνε το μπουζούκι και απευθυνόταν στη μεσαία τάξη. Στεγαζόταν σε κοσμικές ταβέρνες και ανάλογους τόπους διασκέδασης της εποχής.
Κατά μία άποψη, η χρήση του όρου “ρεμπέτικο” ήταν πιο εύηχη από το “λαϊκό”, διότι το λαϊκό παραπέμπει ευθέως στο λαό που γράφει ακούει και εκφράζεται με αυτή τη μουσική (δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Ελληνικό Λαό). Οπότε βόλευε κάποιους ο όρος “ρεμπέτικο” που είναι πιο γενικός. Στην πραγματικότητα ρεμπέτικα και λαϊκά ήταν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Στη σημερινή εποχή το λαϊκό τραγούδι εξελίχθηκε από το δημοτικό με όλες του τις λαϊκές παραδόσεις και το ρεμπέτικο, και ενισχύθηκε με καινοτομίες όπως η χρήση των ενισχυτών ή και άλλων οργάνων (τύμπανο και των τεσσάρων οργάνων σε συγχορδία μπουζούκι, ηλεκτρική κιθάρα και αργότερα αρμόνιο)
- Μπουζούκι
- Τζουρας
- Μπαγλαμάς
- Κιθάρα
- βιολί